- γιασμάκι
- το(λ. τουρκ.), καλύπτρα με την οποία οι μουσουλμάνες σκέπαζαν το πρόσωπό τους, φερετζές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιασμάκι — και γιασουμάκι, το καλύπτρα που σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος τού κεφαλιού και τού προσώπου (για τις μουσουλμάνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yasmak] … Dictionary of Greek
iaşmac — IAŞMÁC, iaşmace, s.n. (Turcism înv.) Văl cu care turcoaicele îşi acopereau faţa. – Din tc. yaşmak. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 iaşmác s. n., pl. iaşmáce Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic iaşmác… … Dicționar Român